ὑμετέρας

ὑμετέρας
вашей

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ὑμετέρας" в других словарях:

  • ὑμετέρας — ὑ̱μετέρᾱς , ὑμέτερος your fem acc pl ὑ̱μετέρᾱς , ὑμέτερος your fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блаженьство — БЛАЖЕНЬСТВ|О (57), А с. Блаженство, высшее счастье: ми же... хотѩше бл҃жньства. и радости народа июдѣиска причастити. (τῆς μακαριότητος) ПНЧ XIV, 122б; кое. бл҃го пребывавшему в пощении. кое бл҃жньство въ страдании покорѩвшемсѩ. до послѣднего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • боголюбьство — БОГОЛЮБЬСТВ|О (2*), А с. То же, что боголюбие: помнить б҃олюбьство твоѥ (ἡ ϑεοφίλειά σου) ПНЧ 1296, 19; ||=в соч. с мест. притяж. 2 л. Обращение к духовному лицу: пон(е)же пробидашесѩ больша˫а часть •з҃• лѣтѣ въ свѣдителѩ же вниде тѩжба. молю… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • συναγανάκτησις — ήσεως, ἡ, Α [συναγασυναγανάκτησις νακτῶ] από κοινού αγανάκτηση, οργή, δυσαρέσκεια («βοηθείας... οἰόμεθα δεῑν οὐκ ἄνευ τῆς ὑμετέρας συναγανακτήσεως τυχεῑν», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»